google-site-verification: google7d163f36c123bf95.html

Σάββατο 29 Μαΐου 2010

Η ζωή είναι μικρή



Παρακολούθησες ποτέ παιδιά στο λούνα-πάρκ?
ή άκουσες την βροχή να πέφτει στο χώμα?
Παρακολούθησες το τρελό πέταγμα μιας πεταλούδας?
Χάζεψες τον ήλιο καθώς ξεθωριάζει η νύχτα?
 
Καλύτερα να χαλαρώσεις.
Μην χορεύεις τόσο γρήγορα.
Η ζωή είναι μικρή.
Η μουσική δεν κρατάει για πάντα.
 
Τρέχεις αλαφιασμένος κάθε μέρα?
Όταν ρωτάς κάποιον «πως είσαι?»
Ακούς την απάντηση?
 
Όταν τελειώνει η μέρα πέφτεις στο κρεβάτι
αγκαλιά με σκέψεις για εκατοντάδες δουλειές
που στριφογυρίζουν στο κεφάλι σου?
Καλύτερα χαλάρωσε.
 
Μην χορεύεις τόσο γρήγορα.
Η ζωή είναι μικρή.
 
Είπες ποτέ στο παιδί σου «θα το κάνουμε αυτό αύριο»
και μέσα στην βιασύνη σου δεν είδες την λύπη του?
Έχασες επαφή Άφησες μια καλή φιλία να πεθάνει
επειδή ποτέ δεν είχες τον χρόνο να πάρεις ένα τηλέφωνο
και να πεις «γεια!» Καλύτερα χαλάρωσε.
 
Μην χορεύεις τόσο γρήγορα .
Η ζωή είναι μικρή
Η μουσική δεν κρατάει για πάντα.
Όταν τρέχεις παλαβωμένα για να πας κάπου
χάνεις τη μισή χαρά της διαδρομής.
 
Όταν όλο ανησυχείς και βιάζεσαι,
Είναι σα να πετάς ένα δώρο που δεν άνοιξες. ...;..
Η ζωή δεν είναι αγώνας ταχύτητας. 
Γι' αυτό χαλάρωσε. Άκου την μουσική
                                                     Πριν τελειώσει το τραγούδι.







Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

Oι νεράιδες που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο..

Υπάρχει ένας τόπος παράξενος μαγικός, που η ζωή μπλέκει με το παραμύθι, τ’ όνειρο γίνεται αληθινό και η φαντασία δημιουργεί όμορφα παιχνίδια. 

Σ’ αυτό το μαγευτικό μέρος ζούσαν εφτά γλυκές νεράιδες. 

Δεν κατοικούσαν πάντα εκεί, αλλά έμεναν στη γη ανάμεσα στους ανθρώπους και τους βοηθούσαν να ζουν ευτυχισμένοι, χαρούμενοι, φιλιωμένοι σ’ ένα κόσμο ειρηνικό, γεμάτο καλοσύνη. 


Μαζί τους ήταν άλλες τρεις νεράιδες κι όλες μαζί αγαπημένες γεμάτες αισιοδοξία πίστευαν ότι τα’ όνειρο θα γίνει πραγματικότητα. 

Όμως όσο περνούσε ο καιρός έβλεπαν ότι οι άνθρωποι αδιαφορούσαν γι’ αυτές και συχνά τις λησμονούσαν.

Έτσι λοιπόν απογοητευμένες αποφάσισαν να φύγουν ξεκινώντας ένα ταξίδι μακρινό. 

Δεν έφυγαν όλες. 
Έμειναν πίσω οι τρεις νομίζοντας ότι μπορούν ν’ αλλάξουν τους ανθρώπους, ότι μπορούν να νικήσουν το μίσος, το συμφέρον, τη φιλοδοξία και την αδικία. 

Έτσι χώρισαν οι νεράιδες και οι εφτά έφτασαν σ’ αυτό τον πανέμορφο τόπο. 
Μόλις τον αντίκρισαν ενθουσιάστηκαν. 


Ήταν γεμάτος λουλούδια πολύχρωμα, παιδικές χαρές, γαλάζιες λιμνούλες και σε μια άκρη πρόβαλε ένα τεράστιο σοκολατόδεντρο. 

Οι νεράιδες από κείνη την μέρα δεν έφυγαν ποτέ μακριά ελπίζοντας ότι κάποτε θα ανακαλύψουν τα παιδιά της γης το δρόμο που οδηγεί σ’ αυτή τη μαγική πολιτεία κι όλοι μαζί συντροφιά θα περνούν όμορφες ώρες χαράς και παιχνιδιού.

Όμως αυτή η ώρα δεν ερχόταν κι όπως είχαν επιθυμήσει τις τρεις αδελφές τους πήραν την απόφαση να επιστρέψουν πίσω. 

Ξεκίνησαν έχοντας την κρυφή ελπίδα ότι κάτι έχει αλλάξει προς το καλύτερο, ότι κάτι θα έχουν καταφέρει οι αδελφές τους.

Μόλις έφτασαν στη γη είδαν τον ήλιο να έχει εξαφανιστεί σε πολλούς τόπους και ένα γκρίζο σύννεφο να τους σκεπάζει. Αλλού αντίκρισαν παιδικά μάτια, λυπημένα, γεμάτα απογοήτευση ενώ γύρω αντηχούσαν όπλα. Όταν συνάντησαν μερικά παιδιά τα ρώτησαν τι συμβαίνει.

- Πόλεμος, απάντησε ένα μικροκαμωμένο παιδάκι.

- Βλέπετε οι μεγάλοι αδιαφορούν, κοιτάζουν μόνο το συμφέρον τους και ορίστε τα αποτελέσματα. Φόβος, καταστροφή, θάνατος, συμπλήρωσε ένα άλλο.
- Κι εσείς τι κάνετε; ρώτησε μια νεράιδα.

- Εμείς τι μπορούμε να κάνουμε, μικρά παιδιά, απάντησε ένα αδύναμο κοριτσάκι, με μελαγχολικά μάτια.

- Κι η αγάπη, η ειρήνη, η καλοσύνη. Πού είναι, τις ξεχάσατε; ρώτησε γεμάτη ανησυχία μια άλλη νεράιδα.

- Αχ! Μη ρωτάτε, αποκρίθηκε το πιο μεγάλο παιδί, που άρχισε να ξεθαρρεύει.

- Όχι! Θέλουμε να μάθουμε, φώναξαν όλες μαζί οι νεράιδες.

- Ακούστε λοιπόν και μη με διακόψετε, αντήχησε μια φωνή.
- Ποια είσαι; από πού ήρθες, ρώτησε η πιο μικρή νεράιδα.

- Είμαι η μοίρα που ορίζει τη ζωή και το μέλλον των ανθρώπων και πραγματικά θέλω να είναι μια όμορφη ειρηνική ζωή.
Όμως αυτοί άφησαν τον πόλεμο να κυβερνά.
Κι ο πόλεμος είναι ένας γέρος κακός που χαίρεται όταν βλέπει δυστυχισμένα παιδιά. Μια μέρα λοιπόν φυλάκισε την ειρήνη σ’ ένα σκοτεινό κάστρο.
Την έδεσε με αλυσίδες για να μην μπορεί κανείς να την ελευθερώσει κι έβαλε την φιλονικία και την διχόνοια να την προσέχουν.

- Μα καλά η αγάπη και η καλοσύνη τι απέγιναν; ρώτησε μια νεραϊδούλα με φωνή που έτρεμε.
-Αχ κι αυτές δε στάθηκαν πιο τυχερές.
Την αγάπη την κρατά φυλακισμένη το μίσος, ένα ξωτικό που δε θέλει να βλέπει αγαπημένους τους ανθρώπους.
Χαρά του να βλέπει τους ανθρώπους να τσακώνονται, να μιλά άσχημα ο ένας στον άλλον και να μη χαίρονται όταν ο διπλανός τους πονά και είναι δυστυχισμένος, συνέχισε η μοίρα.

- Κι η καλοσύνη ! Που είναι; ρώτησε μια ξανθιά νεράιδα αν και μάντευε την απάντηση.


- Αχ! Αυτή είναι φυλακισμένη σε μια σκοτεινή σπηλιά που την είσοδο την κλείνει ένας τεράστιος βράχος. Η κακία και η έχθρα, δύο κακές μάγισσες στέκονται απ’ έξω και διώχνουν όποιον πλησιάσει, είπε αναστενάζοντας η μοίρα.

- Αχ δεν υπάρχει ελπίδα να ελευθερωθούν, ψιθύρισε ένα παιδάκι κι αναστέναξε δυνατά.

- Ποιος με φώναξε; ρώτησε μια όμορφη νεράιδα.

- Εσένα; κανένας, είπε το παιδάκι.

- Μα πως είπες ελπίδα, το άκουσα καθαρά, συνέχισε αυτή.

- Μα ποιες είστε εσείς τελικά, αναφώνησαν όλα τα παιδιά.

- Ποιες είμαστε; Ακούστε λοιπόν!

Και τότε, κάνοντας μια στροφή η κάθε νεράιδα παρουσιαζόταν στα παιδιά που είχαν μείνει άφωνα.

Και ξεκίνησε η πρώτη:

Τ’ όνομά μου είναι ελπίδα
της ζωής η ηλιαχτίδα
για ένα κόσμο φωτεινό
όμορφο ειρηνικό.

Και μετά με τη σειρά παρουσιάστηκαν όλες.

Θαρρώ όλες με γνωρίζετε
και με υπολογίζετε
η φιλία είμαι η ονομαστή
που ομορφαίνει κάθε στιγμή
Σίγουρα μ’ έχετε ακουστά
πρόσωπα θέλω γελαστά
χαρά το όνομά μου
το τραγούδι συντροφιά μου.

Ευτυχία με φωνάζουν
κι όλοι με αγκαλιάζουν
τη ζωή με λουλούδια τη γεμίζω
χαμόγελα απλόχερα χαρίζω.

Η γνώση είμαι εγώ
που πάντα σας οδηγώ
σε αποφάσεις συνετές
δίκαιες και γνωστικές.

Ομόνοια ονομάζομαι
τον πόλεμο απεχθάνομαι
τη διχόνοια πολεμώ
μακριά την κυνηγώ.

Στη ζωή χαμογελώ
τις αρρώστιες πολεμώ
Τα όνειρα να γίνουν αληθινά
υγεία να ’χετε παντοτινά.

Και μόλις συστήθηκαν στα παιδιά τους είπαν να μην απογοητεύονται και ότι θα τα βοηθήσουν να γίνουν χαρούμενα και ευτυχισμένα.

- Αλήθεια θα μας βοηθήσετε να διώξουμε τον πόλεμο, το μίσος, την κακία, ρώτησε ένα όμορφο κοριτσάκι που το χαμόγελο έλαμψε πάλι στο πρόσωπό του.

- Εμπρός μη χάνουμε καιρό, ελάτε να οργανωθούμε, έχουμε πολλή δουλειά! φώναξε η ελπίδα.

Κι έχετε περιέργεια να μάθετε τι έγινε μετά;
Για ακούστε λοιπόν τη συνέχεια, χωρίς να χάνετε λεπτό, γιατί συνέβησαν γεγονότα φοβερά που τον κόσμο άλλαξαν για τα καλά.
Το δρόμο τον έδειξε η μοίρα, που ήθελε το καλό των ανθρώπων.


Πρώτος σταθμός λοιπόν το κάστρο του πολέμου.
Δεν πήγαν όμως μόνοι τους, γιατί τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα και μαζεύτηκαν πολλά παιδιά.
Όπλα δεν είχαν, βόμβες και κανόνια, αλλά είχαν μια καρδιά γεμάτη θάρρος και δύναμη.
Κύκλωσαν το κάστρο κι άρχισαν ένα όμορφο τραγούδι.
Από τα χέρια τους έφυγαν λευκά περιστέρια και λουλούδια γέμισαν τον τόπο.
Ο πόλεμος, η διχόνοια και η φιλονικία δεν άντεξαν το τραγούδι κι έκλεισαν τα αυτιά τους.
Με το τραγούδι των παιδιών ήταν τόσο δυνατό, τόσο γλυκό που αντηχούσε ψηλά ως τον ουρανό.
Τα περιστέρια μπήκαν στο κάστρο και ελευθέρωσαν την ειρήνη.
Το άρωμα των λουλουδιών πλημμύρισε το μέρος.
 Ο πόλεμος έπεσε κάτω μην αντέχοντας, το ίδιο και η παρέα του και τότε τον έπιασαν και τον φυλάκισαν στα πιο βαθιά και σκοτεινά υπόγεια του κάστρου.

Η ειρήνη ήταν ελεύθερη πια κι αγκάλιασε όλες τις νεράιδες που την βοήθησαν να δει το φως του ήλιου. Ένα μεγάλο ευχαριστώ, φώναξε σ’ όλα τα παιδιά που την έσωσαν απ’ τον πόλεμο.


Έτσι αγκαλιασμένοι έφυγαν από κει για να πάνε να ελευθερώσουν την καλοσύνη.
Πως θα ξεγελούσαν όμως την κακία, πως θα παρέσερναν την έχθρα μακριά;

Πάλι η μοίρα τους οδήγησε στη σπηλιά που ήταν φυλακισμένη η καλοσύνη.
Για να δούμε λοιπόν τι έκαναν μόλις έφτασαν εκεί.

Πλησίασαν κοντά δυο παιδιά.

- Τι θέλετε; ρώτησε η κακία με άγρια φωνή.
- Να μάθαμε ότι μένετε εδώ και ήρθαμε να σας ρωτήσουμε ποια είναι η ποιο έξυπνη και πιο δυνατή.
- Μα και βέβαια εγώ, είπε η κακία.
- Τι λες; Αντέδρασε η έχθρα. Εγώ είμαι η πιο όμορφη, η πιο έξυπνη και η πιο δυνατή.

Ο καβγάς δεν άργησε ν’ ανάψει.
Φωνές γέμισαν την ατμόσφαιρα και τότε βρήκαν την ευκαιρία τα άλλα παιδιά να σπρώξουν το βράχο και να βγει έξω η καλοσύνη.
Και τότε μια λάμψη σκέπασε τον ουρανό και τυφλώθηκαν η έχθρα και η κακία.
Αμέσως τις άρπαξαν και τις έκλεισαν στη σπηλιά, έβαλαν και το βράχο κι έμειναν για πάντα εκεί κλεισμένες.
Η καλοσύνη δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν ελεύθερη.
Άρχισε να ρωτά τι συνέβη και πως την βρήκαν.
Όμως η γνώση της είπε ότι δεν είχαν καιρό για λόγια γιατί έπρεπε να ελευθερώσουν την αγάπη.


Για άλλη μια φορά η μοίρα, τους βοήθησε να βρουν το σπίτι του μίσους, του κακού ξωτικού που τρύπωνε παντού και ξεγελούσε τους ανθρώπους.
Δεν είχε όπλα, όπως ο πόλεμος, αλλά είχε ένα ραβδάκι που έκανε τους ανθρώπους κακούς, εγωιστές, σκληρούς και άδικους μόλις τους άγγιζε.
Το σπίτι του ήταν στην άκρη ενός δάσους.
Ήλιος δεν το φώτιζε, ήταν πάντα σκοτεινό και παγωμένο.
Πώς μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν οι νεράιδες και τα παιδιά.
Πώς να το νικήσουν;

- Μη σας νοιάζει, λέει η ευτυχία. Θα αναλάβω εγώ.
- Θα σε βοηθήσω κι εγώ, φώναξε η φιλία, γιατί πολύ μας έχει ταλαιπωρήσει αυτό το πλάσμα.

Πρέπει να τελειώνουμε μαζί του.

Για να δούμε λοιπόν τι έγινε στη συνέχεια.

Προχώρησαν όλοι μαζί.
Μπροστά πήγαινε η ευτυχία και η φιλία.
Πίσω όλα τα παιδιά κρατώντας μεγάλες κόκκινες καρδιές από χαρτόνι που έγραφαν «ΑΓΑΠΗ».
Όταν τους είδε το μίσος τους είπε άγρια να φύγουν, γιατί το ενοχλούσαν.

Τότε η φιλία άρχισε να μιλά με τη γλυκιά φωνή της και όλες οι νεράιδες άρχισαν να τραγουδούν.
- Σταματήστε, φώναξε θυμωμένο το μίσος.

Όμως η φωνή του σκεπάστηκε από το τραγούδι που έλεγε για την αγάπη και για το πόσο όμορφη είναι η ζωή όταν είναι όλοι συμφιλιωμένοι.
Μιλούσε για την γλυκιά αγκαλιά της μάνας, για το τρυφερό χάδι του πατέρα για τη χαρά της συνεργασίας, για την αξία του να μοιράζεσαι χαρές και λύπες με φίλους. 

Όλοι άκουγαν αμίλητοι, συγκινημένοι. 

Γιατί βλέπετε τα όπλα που μπορούσαν να νικήσουν το μίσος ήταν τα λόγια της αλήθειας, της χαράς, της αισιοδοξίας.
Τα παιδιά κρατούσαν σφιχτά τις χάρτινες καρδιές στο στήθος τους όταν ξαφνικά το μίσος μη αντέχοντας άλλο αυτή τη γλυκιά μελωδία άρχισε να μικραίνει, να μικραίνει ώσπου εξαφανίστηκε και τα μόνα που έμειναν στο έδαφος ήταν τα κλειδιά του σπιτιού. 


Ένα ουράνιο τόξο εμφανίστηκε τότε στον ουρανό και το μέρος γέμισε πολύχρωμα λουλούδια.
Αμέσως η φιλία άρπαξε τα κλειδιά και ελευθέρωσε την αγάπη.
Βγαίνοντας η αγάπη το σπίτι σκεπάστηκε από ένα σύννεφο και εξαφανίστηκε.
Στη θέση του εμφανίστηκε ένα πανέμορφο περιβόλι. Όλα έμοιαζαν μαγικά.
Η αγάπη έτρεξε στην αγκαλιά της ειρήνης και της καλοσύνης.

Είχαν τόσα πολλά να πουν. 
 Οι νεράιδες τότε θέλησαν να ευχαριστήσουν τα παιδιά, που βρήκαν τη δύναμη ν’ αγωνιστούν για να διώξουν τον πόλεμο, την κακία, την έχθρα και το μίσος και να ελευθερώσουν τις αδελφές τους.

- Ευχαριστούμε πολύ παιδιά, φώναξαν χαρούμενες και συγκινημένες.

- Εμείς ευχαριστούμε, αποκρίθηκαν όλα μαζί, γιατί μας δείξατε το δρόμο της αγάπης, της ειρήνης και της καλοσύνης.
Μας δώσατε την ευκαιρία να ονειρευτούμε έναν κόσμο καλύτερο και να αγωνιστούμε γι’ αυτόν.
 

Τώρα πρέπει να προσπαθήσουμε να πείσουμε και τους μεγάλους ότι υπάρχει ελπίδα, χαρά, ευτυχία, φιλία, ομόνοια, υγεία και γνώση και δεν πρέπει να απογοητευόμαστε. 
Αν παλέψουμε όλοι μαζί ενωμένοι θα ακούγονται μόνο τραγούδια και γέλια, θα σβήσουν τα δάκρια και η μελαγχολία. 
Μπορούμε όλοι μαζί να φτιάξουμε έναν κόσμο όπως τον αξίζουμε εμείς τα παιδιά και πρέπει όλοι να φροντίσουμε να γίνει πραγματικότητα. 





 

Σάββατο 1 Μαΐου 2010



Κάνε γρήγορα. Μη χαζεύεις. Τα όμορφα πράγματα στη ζωή, κρατούν όσο και η βροχή, ανάμεσα στα δάχτυλά σου.
Το θέμα είναι να μην ξεχαστείς και δεν απλώσεις την κατάλληλη ώρα τη χούφτα σου.

Δεν είναι τόσο πεζή η καθημερινότητα, όσο την παριστάνουν μερικοί. Φτάνει μια λεπτομέρεια, για να μετατραπεί σε γιορτή.
Ένα λουλούδι στο κομοδίνο. Ένα κερί στο τραπέζι. Ένα χαμόγελο πλατύ. Δε φταίει η καθημερινότητα.
Η φαντασία φταίει που δεν τηνν κάνει παρέα.

Το πιο σοφό πράγμα που έμαθα είναι αυτή η κεντημένη φράση στις παλιές μπάντες. "Και αυτό θα περάσει". 

Και, γύρω γύρω, πουλιά και λουλούδια...
Εκείνοι οι κοφτεροί βράχοι, στη άκρη του γυαλού... Εκείνοι μου 'μαθαν πώς ν' αγναντεύω την ελπίδα.

Μην κλείνεις να σε χαρώ, την πόρτα της καρδιάς σου. Μουσαφίρης είναι κι η χαρά κι αν τη βρει κλειστή, θα φύγει.
Δε χάθηκε ο ήλιος. Στο σκούρο σύννεφο κρύφτηκε. Περίμενε λίγο.
Τη σοφία της ψυχής την αποκτάς με τον πόνο.

Είναι τόσο μικρή η ζωή! Ούτε τον εαυτό σου δεν προφταίνεις να γνωρίσεις. Ούτε ακόμα να χορτάσεις αυτή τη γλυκιά
προσμονή για όλα αυτά, που έτσι κι αλλιώς το ξέρεις πως δε θα 'ρθουν.
Ίσως αυτοί που χαιρετούν το Μάη μ' ένα στεφάνι από αγριολούλουδα... Ίσως αυτοί που τρέχουν στις ακροποταμιές ν' ακούσουν τ' αηδόνια... Ίσως αυτοί, που θυμούνται πάντα το άρωμα της γιασεμιάς...
Ίσως αυτοί αλλάξουν κάποτε τον κόσμο... Ίσως.....

Ζήσε τη ζωή σου ελεύθερα. Κι όταν τσακίζεσαι, να 'χεις το θάρρος και να λες, με γεια μου με χαρά μου.
Φτου κι από την αρχή. Όχι κακομοιριές και κλαψούρες.

Οι φόβοι και οι ανασφάλεις μοιάζουν πολύ με τα σκυλιά. Αν καταλάβουν πως τρέμεις, σου χυμούν. Αν δείξεις αδιαφορία,
χοροπηδούν τύρω σου, κάνουν χαρούλες και απομακρύνονται κουνώντας την ουρά τους.
Χρειάστηκαν τόσα χρόνια να περπατήσω στη βροχή, για να καταλάβω επιτέλους, πως πάντα πίσω από τα μαύρα σύννεφα,
κρύβεται ένας ήλιος λαμπερός.

Κράτησε μια μικρή πλατεία μέσα στην ψυχή σου, που θα κάθεσαι μόνο εσύ και τα πουλιά.

Άκου, φίλε μου, αν δε χτυπούσανε τα κύματα εκείνους τους βράχους στ' ακροθαλάσσι, δε θα καμάρωνες τώρα το σχήμα τους!

Επαναστάτης πάει να πει, να μην ακολουθείς το κοπάδι, ξεπουλώντας τη δική σου βούληση. Να μη σκύβεις το κεφάλι σε κανέναν εξουσιαστή και προπαντός στον πιο άγριο, τον πιο ύπουλο, τον εξουσιαστή που κρύβεις μέσα σου.

Αλκυόνη Παπαδάκη


Μάιος, ο μήνας των λουλουδιών.

Μάιος, ο μήνας των λουλουδιών



Ο Μάιος είναι ο 5ος μήνας του χρόνου, που αντιστοιχεί με τον αρχαίο μήνα Θαργηλιώνα, και τον εόρταζαν με τα περίφημα Ανθεοφόρια, και αφιερωμένος στη θεά της γεωργίας Δήμητρας και της κόρης της Περσεφόνης, που τον μήνα αυτόν βγαίνει από τον Άδη κι έρχεται στη γη.

Μα και στην αρχαία Ρώμη, γίνονταν γιορτές που τις έλεγαν "ροσύλλια". Την γιορτή αυτή την κράτησαν και οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες.

Όταν οι Ρωμαίοι κατάκτησαν την Ελλάδα, η γιορτή της Πρωτομαγιάς, δεν έπαψε να υπάρχει αλλά πλουτίστηκε γιατί πίστευαν και οι δύο λαοί, ότι τα λουλούδια αντιπροσωπεύουν την ομορφιά των θεών και φέρνουν δύναμη, δόξα , ευτυχία και υγεία.  

Ο Μάιος ονομάστηκε έτσι από τη ρωμαϊκή θεότητα Maja (Μάγια).
Το όνομα Μάγια προήλθε από την ελληνική λέξη Μαία (που σημαίνει τροφός και μητέρα) τη μητέρα του Ερμή, που ήταν προσωποποίηση της γόνιμης Μάνας-Γης. 


Η Μαία στην ελληνική μυθολογία ήταν μία από τις Πλειάδες τις εφτά κόρες του Ατλαντα και της Πλειώνης. 
Η Μαία ήταν η μεγαλύτερη, ομορφότερη και περισσότερο συνεσταλμένη αδερφή.
Αναφέρεται άλλοτε ως Πλειάς και άλλοτε ως Ατλαντίς εκ των ονομάτων των γονιών της. 
Ο δε Σιμωνίδης την αναφέρει ως "ελικοβλέφαρον" και "ιοπλόκαμον". Αλλά και οι άλλοι ποιητές εξυμνούν το κάλλος της και την χαρακτηρίζουν ως την ωραιότερη των Πλειάδων.

Ο Μάιος, πέμπτος μήνας του χρόνου, είναι ο μήνας ο Καλομηνάς, ο Λούλουδος, ο Τριανταφυλλιάς. Τα λουλούδια ανθίζουν, στα δέντρα κρέμονται νόστιμοι καρποί κι όλη η φύση οργιάζει στα καταπράσινα λιβάδια.Αρχαίες εορτές το μήνα Μάιο
Τα Ανθεστήρια
Ήταν η γιορτή των λουλουδιών. Ήταν η πρώτη επίσημη γιορτή ανθέων των Ελλήνων. Με μεγαλοπρέπεια βάδιζαν προς τα ιερά πομπές με κανηφόρες, που έφερναν άνθη. Τα Ανθεστήρια διαδόθηκαν και πήραν πανελλήνια μορφή.
Ιερά Θαργήλια
Τότε πρόσφεραν τις απαρχές του θερισμού των δημητριακών στη Δήμητρα. Δρώμενο των Θαργηλίων ήταν το μαστίγωμα της βουλίμου: πείνας.Στα Θαργήλια, γιορτή που έδινε και το όνομά της σ' ολόκληρο τον μήνα (που αντιστοιχούσε κατά ένα μέρος στον δικό μας Μάιο), σχημάτιζαν μια λατρευτική πομπή προς τιμή του Ήλιου και των Ωρών (=Εποχών), που συντελούσαν στην ωρίμανση των καρπών. Στην πομπή περίφεραν ένα πράσινο κλαδί που μόλις είχε αποκτήσει φύλλα. Το τύλιγαν με ταινίες και κρεμούσαν σε αυτό σύκα, διάφορα ψωμάκια και μικρά φλασκιά γεμάτα κρασί, λάδι και μέλι. Το κλαδί στο τέλος της γιορτής τοποθετούνταν στις θύρες των ναών και των σπιτιών όπου έμενε ώσπου να ξεραθεί για να καεί και να αντικατασταθεί την επόμενη χρονιά από ένα νέο.
Τα Θαργήλια ήταν αγροτική γιορτή. Γινόταν προσφορά των πρώτων καρπών της νέας συγκομιδής στους θεούς, με σκοπό ο άνθρωπος να ευχαριστήσει το θείο για όσα του πρόσφερε και να εξασφαλίσει τη συνέχιση της εύνοιάς του.
Στους ρωμαϊκούς χρόνους το μήνα Μάιο, γιόρταζαν τα «Λεμούρια» μια γιορτή προς τιμή των νεκρών. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι παρίσταναν τον Μάιο σαν έναν άνδρα μεσήλικα ντυμένο με χιτώνα και φαρδιά μανίκια έχοντας στο κεφάλι του καλάθι με λουλούδια, ενώ στα πόδια του ένα παγώνι είχε ανοίξει τη μεγάλη του ουρά. 




 ΣΤΕΦΑΝΙ ΜΑΓΙΑΤΙΚΟ 
Παλιά ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία το «δέσιμο» του στεφανιού, στο οποίο κρεμούσαν σκόρδο οι νοικοκυρές για το κακό μάτι. Απαραίτητες ήταν και δυο κουκιές .Το πρωτομαγιάτικο στεφάνι είναι, σχεδόν, το μοναδικό έθιμο που εξακολουθεί να μας συνδέει με την παραδοσιακή Πρωτομαγιά, μια γιορτή της άνοιξης και της φύσης με πανάρχαιες ρίζες, πλούσια σε εκδηλώσεις σε παλαιότερες εποχές.