Μόλις έφτασαν στη γη είδαν τον ήλιο να έχει εξαφανιστεί σε πολλούς τόπους και ένα γκρίζο σύννεφο να τους σκεπάζει. Αλλού αντίκρισαν παιδικά μάτια, λυπημένα, γεμάτα απογοήτευση ενώ γύρω αντηχούσαν όπλα. Όταν συνάντησαν μερικά παιδιά τα ρώτησαν τι συμβαίνει.
- Πόλεμος, απάντησε ένα μικροκαμωμένο παιδάκι.
- Βλέπετε οι μεγάλοι αδιαφορούν, κοιτάζουν μόνο το συμφέρον τους και ορίστε τα αποτελέσματα. Φόβος, καταστροφή, θάνατος, συμπλήρωσε ένα άλλο.
- Κι εσείς τι κάνετε; ρώτησε μια νεράιδα.
- Εμείς τι μπορούμε να κάνουμε, μικρά παιδιά, απάντησε ένα αδύναμο κοριτσάκι, με μελαγχολικά μάτια.
- Κι η αγάπη, η ειρήνη, η καλοσύνη. Πού είναι, τις ξεχάσατε; ρώτησε γεμάτη ανησυχία μια άλλη νεράιδα.
- Αχ! Μη ρωτάτε, αποκρίθηκε το πιο μεγάλο παιδί, που άρχισε να ξεθαρρεύει.
- Όχι! Θέλουμε να μάθουμε, φώναξαν όλες μαζί οι νεράιδες.
- Ακούστε λοιπόν και μη με διακόψετε, αντήχησε μια φωνή.
- Ποια είσαι; από πού ήρθες, ρώτησε η πιο μικρή νεράιδα.
- Είμαι η
μοίρα που ορίζει τη ζωή και το μέλλον των ανθρώπων και πραγματικά θέλω να είναι μια όμορφη ειρηνική ζωή.
Όμως αυτοί άφησαν τον πόλεμο να κυβερνά.
Κι ο πόλεμος είναι ένας γέρος κακός που χαίρεται όταν βλέπει δυστυχισμένα παιδιά. Μια μέρα λοιπόν φυλάκισε την ειρήνη σ’ ένα σκοτεινό κάστρο.
Την έδεσε με αλυσίδες για να μην μπορεί κανείς να την ελευθερώσει κι έβαλε την φιλονικία και την διχόνοια να την προσέχουν.
- Μα καλά η
αγάπη και η
καλοσύνη τι απέγιναν; ρώτησε μια νεραϊδούλα με φωνή που έτρεμε.
-Αχ κι αυτές δε στάθηκαν πιο τυχερές.
Την αγάπη την κρατά φυλακισμένη το μίσος, ένα ξωτικό που δε θέλει να βλέπει αγαπημένους τους ανθρώπους.
Χαρά του να βλέπει τους ανθρώπους να τσακώνονται, να μιλά άσχημα ο ένας στον άλλον και να μη χαίρονται όταν ο διπλανός τους πονά και είναι δυστυχισμένος, συνέχισε η μοίρα.
- Κι η
καλοσύνη ! Που είναι; ρώτησε μια ξανθιά νεράιδα αν και μάντευε την απάντηση.
- Αχ! Αυτή είναι φυλακισμένη σε μια σκοτεινή σπηλιά που την είσοδο την κλείνει ένας τεράστιος βράχος. Η κακία και η έχθρα, δύο κακές μάγισσες στέκονται απ’ έξω και διώχνουν όποιον πλησιάσει, είπε αναστενάζοντας η μοίρα.
- Αχ δεν υπάρχει ελπίδα να ελευθερωθούν, ψιθύρισε ένα παιδάκι κι αναστέναξε δυνατά.
- Ποιος με φώναξε; ρώτησε μια όμορφη νεράιδα.
- Εσένα; κανένας, είπε το παιδάκι.
- Μα πως είπες
ελπίδα, το άκουσα καθαρά, συνέχισε αυτή.
- Μα ποιες είστε εσείς τελικά, αναφώνησαν όλα τα παιδιά.
- Ποιες είμαστε; Ακούστε λοιπόν!
Και τότε, κάνοντας μια στροφή η κάθε νεράιδα παρουσιαζόταν στα παιδιά που είχαν μείνει άφωνα.
Και ξεκίνησε η πρώτη:
Τ’ όνομά μου είναι
ελπίδα
της ζωής η ηλιαχτίδα
για ένα κόσμο φωτεινό
όμορφο ειρηνικό.
Και μετά με τη σειρά παρουσιάστηκαν όλες.
Θαρρώ όλες με γνωρίζετε
και με υπολογίζετε
η
φιλία είμαι η ονομαστή
που ομορφαίνει κάθε στιγμή
Σίγουρα μ’ έχετε ακουστά
πρόσωπα θέλω γελαστά
χαρά το όνομά μου
το τραγούδι συντροφιά μου.
Ευτυχία με φωνάζουν
κι όλοι με αγκαλιάζουν
τη ζωή με λουλούδια τη γεμίζω
χαμόγελα απλόχερα χαρίζω.
Η
γνώση είμαι εγώ
που πάντα σας οδηγώ
σε αποφάσεις συνετές
δίκαιες και γνωστικές.
Ομόνοια ονομάζομαι
τον πόλεμο απεχθάνομαι
τη διχόνοια πολεμώ
μακριά την κυνηγώ.
Στη ζωή χαμογελώ
τις αρρώστιες πολεμώ
Τα όνειρα να γίνουν αληθινά
υγεία να ’χετε παντοτινά.
Και μόλις συστήθηκαν στα παιδιά τους είπαν να μην απογοητεύονται και ότι θα τα βοηθήσουν να γίνουν χαρούμενα και ευτυχισμένα.
- Αλήθεια θα μας βοηθήσετε να διώξουμε τον πόλεμο, το μίσος, την κακία, ρώτησε ένα όμορφο κοριτσάκι που το χαμόγελο έλαμψε πάλι στο πρόσωπό του.
- Εμπρός μη χάνουμε καιρό, ελάτε να οργανωθούμε, έχουμε πολλή δουλειά! φώναξε η ελπίδα.
Κι έχετε περιέργεια να μάθετε τι έγινε μετά;
Για ακούστε λοιπόν τη συνέχεια, χωρίς να χάνετε λεπτό, γιατί συνέβησαν γεγονότα φοβερά που τον κόσμο άλλαξαν για τα καλά.
Το δρόμο τον έδειξε η μοίρα, που ήθελε το καλό των ανθρώπων.
Πρώτος σταθμός λοιπόν το κάστρο του πολέμου.
Δεν πήγαν όμως μόνοι τους, γιατί τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα και μαζεύτηκαν πολλά παιδιά.
Όπλα δεν είχαν, βόμβες και κανόνια, αλλά είχαν μια καρδιά γεμάτη θάρρος και δύναμη.
Κύκλωσαν το κάστρο κι άρχισαν ένα όμορφο τραγούδι.
Από τα χέρια τους έφυγαν λευκά περιστέρια και λουλούδια γέμισαν τον τόπο.
Ο
πόλεμος, η
διχόνοια και η
φιλονικία δεν άντεξαν το τραγούδι κι έκλεισαν τα αυτιά τους.
Με το τραγούδι των παιδιών ήταν τόσο δυνατό, τόσο γλυκό που αντηχούσε ψηλά ως τον ουρανό.
Τα περιστέρια μπήκαν στο κάστρο και ελευθέρωσαν την ειρήνη.
Το άρωμα των λουλουδιών πλημμύρισε το μέρος.
Ο πόλεμος έπεσε κάτω μην αντέχοντας, το ίδιο και η παρέα του και τότε τον έπιασαν και τον φυλάκισαν στα πιο βαθιά και σκοτεινά υπόγεια του κάστρου.
Η
ειρήνη ήταν ελεύθερη πια κι αγκάλιασε όλες τις νεράιδες που την βοήθησαν να δει το φως του ήλιου. Ένα μεγάλο ευχαριστώ, φώναξε σ’ όλα τα παιδιά που την έσωσαν απ’ τον πόλεμο.
Έτσι αγκαλιασμένοι έφυγαν από κει για να πάνε να ελευθερώσουν την
καλοσύνη.
Πως θα ξεγελούσαν όμως την κακία, πως θα παρέσερναν την έχθρα μακριά;
Πάλι η μοίρα τους οδήγησε στη σπηλιά που ήταν φυλακισμένη η καλοσύνη.
Για να δούμε λοιπόν τι έκαναν μόλις έφτασαν εκεί.
Πλησίασαν κοντά δυο παιδιά.
- Τι θέλετε; ρώτησε η κακία με άγρια φωνή.
- Να μάθαμε ότι μένετε εδώ και ήρθαμε να σας ρωτήσουμε ποια είναι η ποιο έξυπνη και πιο δυνατή.
- Μα και βέβαια εγώ, είπε η
κακία.
- Τι λες; Αντέδρασε η
έχθρα. Εγώ είμαι η πιο όμορφη, η πιο έξυπνη και η πιο δυνατή.
Ο καβγάς δεν άργησε ν’ ανάψει.
Φωνές γέμισαν την ατμόσφαιρα και τότε βρήκαν την ευκαιρία τα άλλα παιδιά να σπρώξουν το βράχο και να βγει έξω η
καλοσύνη.
Και τότε μια λάμψη σκέπασε τον ουρανό και τυφλώθηκαν η
έχθρα και η
κακία.
Αμέσως τις άρπαξαν και τις έκλεισαν στη σπηλιά, έβαλαν και το βράχο κι έμειναν για πάντα εκεί κλεισμένες.
Η
καλοσύνη δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν ελεύθερη.
Άρχισε να ρωτά τι συνέβη και πως την βρήκαν.
Όμως η
γνώση της είπε ότι δεν είχαν καιρό για λόγια γιατί έπρεπε να ελευθερώσουν την
αγάπη.
Για άλλη μια φορά η μοίρα, τους βοήθησε να βρουν το σπίτι του
μίσους, του κακού ξωτικού που τρύπωνε παντού και ξεγελούσε τους ανθρώπους.
Δεν είχε όπλα, όπως ο πόλεμος, αλλά είχε ένα ραβδάκι που έκανε τους ανθρώπους κακούς, εγωιστές, σκληρούς και άδικους μόλις τους άγγιζε.
Το σπίτι του ήταν στην άκρη ενός δάσους.
Ήλιος δεν το φώτιζε, ήταν πάντα σκοτεινό και παγωμένο.
Πώς μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν οι νεράιδες και τα παιδιά.
Πώς να το νικήσουν;
- Μη σας νοιάζει, λέει η ευτυχία. Θα αναλάβω εγώ.
- Θα σε βοηθήσω κι εγώ, φώναξε η φιλία, γιατί πολύ μας έχει ταλαιπωρήσει αυτό το πλάσμα.
Πρέπει να τελειώνουμε μαζί του.
Για να δούμε λοιπόν τι έγινε στη συνέχεια.
Προχώρησαν όλοι μαζί.
Μπροστά πήγαινε η ευτυχία και η φιλία.
Πίσω όλα τα παιδιά κρατώντας μεγάλες κόκκινες καρδιές από χαρτόνι που έγραφαν
«ΑΓΑΠΗ».
Όταν τους είδε το μίσος τους είπε άγρια να φύγουν, γιατί το ενοχλούσαν.
Τότε η φιλία άρχισε να μιλά με τη γλυκιά φωνή της και όλες οι νεράιδες άρχισαν να τραγουδούν.
- Σταματήστε, φώναξε θυμωμένο το μίσος.
Όμως η φωνή του σκεπάστηκε από το τραγούδι που έλεγε για την αγάπη και για το πόσο όμορφη είναι η ζωή όταν είναι όλοι συμφιλιωμένοι.
Μιλούσε για την γλυκιά αγκαλιά της μάνας, για το τρυφερό χάδι του πατέρα για τη χαρά της συνεργασίας, για την αξία του να μοιράζεσαι χαρές και λύπες με φίλους.
Όλοι άκουγαν αμίλητοι, συγκινημένοι.