Ρώτησε το αστέρι την κερασιά
και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε
βιαστικά.
και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε
βιαστικά.
-Δεν άκουσες; Σε ρώτησα, τι χρώμα έχει η λύπη;
- Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο ήλιος
στη αγκαλιά της. Ένα βαθύ άγριο μπλε.
- Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο ήλιος
στη αγκαλιά της. Ένα βαθύ άγριο μπλε.
- Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;
- Τα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.
-Τί χρώμα έχει η χαρά;
- Το χρώμα του μεσημεριού αστεράκι μου.
- Και η μοναξιά;
- Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.
- Τι όμορφα που είναι τα χρώματα! Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.
Το αστέρι έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε στο φράκτη. Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.
-Τί χρώμα έχει η χαρά;
- Το χρώμα του μεσημεριού αστεράκι μου.
- Και η μοναξιά;
- Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.
- Τι όμορφα που είναι τα χρώματα! Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.
Το αστέρι έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε στο φράκτη. Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.
- Και η αγάπη; Ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώμα έχει η αγάπη;
- ...Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού, απάντησε το δέντρο.
- Τι χρώμα έχει ο έρωτας;
- Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.
- Έτσι ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε το αστέρι ...
- ...Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού, απάντησε το δέντρο.
- Τι χρώμα έχει ο έρωτας;
- Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.
- Έτσι ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε το αστέρι ...
Κοίταξε μακριά στο κενό ... Και δάκρυσε ...
«Είναι τόσο σπάνιες οι ευτυχισμένες στιγμές; ρώτησε κείνο το βράδυ
τ’ αστέρι. Το δέντρο μόλις είχε κλείσει τα βλέφαρά του να ξεκουραστεί.
Κούνησε τα κλαδιά του κι αποκρίθηκε λίγο νυσταγμένα.
- Όχι… Όχι. Δεν είναι τόσο σπάνιες.
Μόνο που … Να οι άνθρωποι κυνηγούν αυτές τις στιγμές με το μυαλό τους. Κι αυτό είναι, πώς να στο πω, υπόθεση καρδιάς.
- Πες μου κάποιες ευτυχισμένες στιγμές.
- Άσε με τώρα, νυστάζω.
- Πες μου, επέμενε το αστέρι. Πες μου μερικές.
τ’ αστέρι. Το δέντρο μόλις είχε κλείσει τα βλέφαρά του να ξεκουραστεί.
Κούνησε τα κλαδιά του κι αποκρίθηκε λίγο νυσταγμένα.
- Όχι… Όχι. Δεν είναι τόσο σπάνιες.
Μόνο που … Να οι άνθρωποι κυνηγούν αυτές τις στιγμές με το μυαλό τους. Κι αυτό είναι, πώς να στο πω, υπόθεση καρδιάς.
- Πες μου κάποιες ευτυχισμένες στιγμές.
- Άσε με τώρα, νυστάζω.
- Πες μου, επέμενε το αστέρι. Πες μου μερικές.
- Ένα παξιμαδάκι κανέλας στα ζαρωμένα χέρια της γιαγιάς. Ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια κάτω από το κρεβάτι του Φώτη. Ένα κοχύλι στα όνειρα της Αγγελικής…
Ένα φιογκάκι στο χρώμα του φεγγαριού…
Καληνύχτα. Νυστάζω πολύ απόψε.
- Πες μου ακόμα μια ευτυχισμένη στιγμή και ύστερα θα σ’ αφήσω να κοιμηθείς.
- Σ’ αγαπώ, πολύ!
- Καληνύχτα! Είπε τ’ αστέρι τρισευτυχισμένο κι έδωσε μια βουτιά και πιάστηκε από το ματόκλαδο του φεγγαριού…».
Καληνύχτα. Νυστάζω πολύ απόψε.
- Πες μου ακόμα μια ευτυχισμένη στιγμή και ύστερα θα σ’ αφήσω να κοιμηθείς.
- Σ’ αγαπώ, πολύ!
- Καληνύχτα! Είπε τ’ αστέρι τρισευτυχισμένο κι έδωσε μια βουτιά και πιάστηκε από το ματόκλαδο του φεγγαριού…».
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ( Το χρώμα του φεγγαριού )