google-site-verification: google7d163f36c123bf95.html

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

Αλκυόνη Παπαδάκη



Ζω ...
Δε φοβάσαι που θα πεθάνεις;
- Σήμερα πάντως ζω! Σου σφίγγω τα χέρια, σε κοιτάζω στα μάτια. Μην αφήνεις ποτέ σου το σήμερα να μαραίνεται. Μην αφήνεις τη ζωή να χάνεται σαν την άμμο μέσα απ τα δάκτυλά σου. Ζήσε. Κατάλαβες; Ζήσε! Μη βάζεις το σήμερα ενέχυρο σ' αυτό που εννοούνε μερικοί μουχλιασμένο Αύριο. Το Σήμερα είναι δικό σου, φίλε. Αγάπησέ το!




Συγχωρώ!
- Δίνε το χέρι σου στον άλλο χωρίς να κρίνεις. Κάνε του λίγο χώρο μέσα σου να ξαποστάσει. Να πιεί μια γουλιά νερό. Σ' αυτό τον κόσμο, παλικάρι, όλοι έχουμε μερίδιο σε όλα. Μερίδιο στη χαρά, στα λάθη στην απόγνωση. Κι εσύ, θα 'ρθουν φορές που θα τα κάνεις θάλασσα στη ζωή σου. Ε! Δε θα σημάνει ποτέ γι' αυτό το τέλος του κόσμου! Εγώ είμαι γέρος, κι ακόμα κάποιες φορές τα κάνω θάλασσα. Δε βγαίνει με συνταγές η ζωή. Aντε στην υγειά σου!

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ


Είδα όνειρο ότι πήρα συνέντευξη από το Θεό.

«Θες, λοιπόν, να σου δώσω συνέντευξη;» ρώτησε ο Θεός.

«Αν σας περισσεύει χρόνος», απάντησα.

Ο Θεός χαμογέλασε: «Έχω μια μέρα και μια αιωνιότητα.
Τι ερωτήσεις σκέφτεσαι να μου κάνεις;»

«Τι είναι αυτό που σας εκπλήσσει περισσότερο
στους ανθρώπους;»

ΚΑΙ  Ο ΘΕΟΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕ...

Ότι βιάζονται να αποβάλουν την παιδικότητά τους.
Θέλουν να μεγαλώσουν γρήγορα και ύστερα
παρακαλούν να ξαναγίνουν παιδιά

Ότι ζουν σαν να μην πρόκειται να πεθάνουν ποτέ,
και πεθαίνουν σαν να μην έχουν ζήσει καθόλου...

Ότι με το να αγχώνονται για το μέλλον τους, λησμονούν το παρόν τους,
κι έτσι δεν ζουν ούτε στο μέλλον ούτε στον παρόν.

Ότι χάνουν την υγεία τους προσπαθώντας να βγάλουν λεφτά, 
κι ύστερα χάνουν τα λεφτά για να ξαναβρούν την υγειά τους.

Ο Θεός πήρε το χέρι μου στο δικό του,
μείναμε για λίγο σιωπηλοί και μετά ρώτησα...

«Σαν γονιός, ποια είναι τα μαθήματα ζωής
που θα θέλατε να μάθουν τα παιδιά σας;»

Ο Θεός απάντησε χαμογελώντας:

«Να μάθουν ότι δεν μπορούν να αναγκάσουν τους άλλους
να τους αγαπήσουν. Αυτό που να κάνουν
είναι να γίνουν άξιοι να αγαπηθούν.

Να μάθουν ότι δεν μετράνε περισσότερο
τα πράγματα που έχουμε στη ζωή μας,
αλλά οι άνθρωποι που έχουμε στη ζωή μας.

Να μάθουν ότι δεν ωφελεί να συγκρίνουμε
τους εαυτούς μας με τους άλλους.

Να μάθουν ότι πλούσιος δεν είναι
αυτός που έχει τα περισσότερα, αλλά
αυτός που χρειάζεται τα λιγότερα.

Να μάθουν ότι μέσα σε ελάχιστες στιγμές
μπορείς ν’ ανοίξεις στον άλλο πληγές που μετά
παίρνει χρόνια πολλά να τις γιατρέψεις.

Να μάθουν τη συγχώρεση συγχωρώντας.

Να μάθουν πως υπάρχουν άνθρωποι
που τους αγαπούν πραγματικά,
που όμως δεν ξέρουν πώς να δείξουν
ή να εκφράσουν τα αισθήματά τους.

Να μάθουν ότι τα χρήματα
μπορούν να αγοράσουν τα πάντα ...

ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ
ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ!!!!

Να μάθουν ότι δύο άνθρωποι μπορεί να κοιτούν το ίδιο πράγμα
και να βλέπουν δύο διαφορετικά πράγματα.

Να μάθουν ότι δεν φτάνει πάντα να σε συγχωρούν οι άλλοι –
πρέπει να μπορείς να συγχωρήσεις κι ο ίδιος τον εαυτό σου.

Και να μάθουν ότι για τα παιδιά μου
εγώ θα είμαι πάντα εδώ.
 

 

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Σ' αγαπάω, μ' ακούς;

Σ' αγαπάω, μ' ακούς;
Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς
και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια.
Για τα "πίστεψέ με" και τα "μη."
Μια στον αέρα μια στη μουσική,
εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω
κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο.

Έτσι μιλώ για 'σένα και για 'μένα.
Επειδή σ' αγαπάω και στην αγάπη
ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος
από παντού, για 'σένα
μέσα στα σεντόνια, να μαδάω λουλούδια κι έχω τη δύναμη.
Αποκοιμισμένο, να φυσάω να σε πηγαίνω παντού,
σ' έχουν ακούσει τα κύματα πως χαϊδεύεις,
πως φιλάς, πως λες ψιθυριστά το "τι" και το "ε."

Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.
Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτάδι,
πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει.
Το κλειστό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ.
Επειδή σ' αγαπάω και σ' αγαπάω.
Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει
τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο.
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή που πια
δεν έχω τίποτε άλλο μες στους τέσσερις τοίχους,
το ταβάνι, το πάτωμα να φωνάζω από 'σένα
και να με χτυπά η φωνή μου
να μυρίζω από 'σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι.

Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς;
Είναι νωρίς ακόμη μέσα στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
να μιλώ για 'σένα και για μένα.
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς;

Είμ' εγώ, μ' ακούς; Σ' αγαπάω, μ' ακούς;

Πού μ' αφήνεις, που πας, μ' ακούς;
Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς; για μας, μ' ακούς;
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς;
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς;
το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ' ακούς;
Της αγάπης μια για πάντα το κόψαμε
και δεν γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς;
Σ' άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ' ακούς;
δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας που αγγίξαμε,
ο ίδιος, μ' ακούς;
και κανείς δεν κατάφερε από τόσον χειμώνα
κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς;

Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς;
Μες στη μέση της θάλασσας
από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ 'ακούς.
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς.
Άκου, ποιος μιλάει στα νερά και ποιος κλαίει, ακούς;
Είμαι εγώ που φωνάζω κι είμαι εγώ που κλαίω, μ' ακούς;

Σ' αγαπάω, σ’ αγαπάω, μ' ακούς;

Για 'σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
και γιατί, λέει, να μέλει κοντά σου να 'ρθω.
Που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον αέρα που αναπνέεις
και για 'σένα κανείς δεν είχε ακούσει.
Μόνη να περιμένω που θα πρωτοφανείς
σαν από μια εικόνα καταστραμμένη.
Που κανείς να μην έχει δει για σένα για 'σένα μόνο εγώ,
μπορεί, και η μουσική που διώχνω μέσα μου
αλλά αυτή γυρίζει δυνατότερη για 'σένα,
όλα για 'σένα, για 'σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή.

Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί.
Να' χει ο χρόνος όλος αθωωθεί μες σε αυτά που το πέρασμα σου αφήνει.
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί πριν από εσένα και μαζί σου.
Πήγαινε, και ας έχω εγώ χαθεί ένα κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μέσα μια φωνή κι έναν καθρέφτη να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ.
Να σε βλέπω μισό να περνάς από μπροστά μου
και μισή να κλαίω για αυτό που χάνω, σ' αγαπάω... Μ' ακούς;

         Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.                                            Οδυσσέας Ελύτης


Πρώτη φορά που αγαπάω τόσο

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

Η Αμυγδαλιά στη Μυθολογία



Η Αμυγδαλιά στη Μυθολογία

Ήταν κάποτε στη Θράκη, μια πανέμορφη πριγκίπισσα, η Φυλλίς.
Ερωτεύτηκε το γιο του Θησέα, τον Δημοφώντα.

Οι δύο νέοι γνωρίστηκαν όταν το καράβι του νεαρού Αθηναίου Δημοφώντα
επέστρεφε από την Τροία.

Παντρεύτηκαν αλλά μετά από λίγο καιρό ο νεαρός Αθηναίος νοστάλγησε
την πατρίδα του και η ερωτευμένη πριγκίπισσα μην αντέχοντας να τον βλέπει στεναχωρημένο τον άφησε να γυρίσει πίσω και αν την αγαπούσε πραγματικά θα ξαναγύριζε και τότε θα ήταν πραγματικά και ειλικρινά δικός της.

Έτσι κι έγινε και η ερωτευμένη Φυλλίς έμεινε μόνη να περιμένει τον εκλεκτό της
για χρόνια ώσπου μαράζωσε και πέθανε από τη θλίψη της.

Όμως οι θεοί που ήξεραν την ιστορία της την μεταμόρφωσαν σε δέντρο
για να μπορεί να περιμένει για περισσότερα χρόνια τον αγαπημένο της.

Έτσι η ερωτευμένη γυναίκα δεν πέθανε αλλά έγινε το δέντρο,
που έμελλε να γίνει σύμβολο της ελπίδας : η Αμυγδαλιά.

Έλεγαν λοιπόν ότι μετά από χρόνια και όταν ο Δημοφώντας επέστρεψε στη Θράκη βρήκε την αγαπημένη του και πιστή γυναίκα, όχι περιστοιχισμένη από μνηστήρες αλλά ένα ξερό δέντρο δίχως φύλλα στη μέση του παγωμένου τοπίου.

Απελπισμένος και γεμάτος τύψεις αγκάλιασε τον κορμό της και τότε εκείνη
πλημμύρισε ανθούς στη μέση του χειμώνα νικώντας το θάνατο.

Μια άλλη εκδοχή του μύθου για την αμυγδαλιά αναφέρει ότι

Η Φυλλίς έμεινε πίσω περιμένοντας τον, στον τόπο της τελετής του γάμου της.
Τα χρόνια περνούσαν και ο Δημοφώντας δεν επέστρεφε.
Απελπισμένη η βασιλοπούλα που τον έχασε για πάντα πήγε και
κρεμάστηκε σ΄ ένα δέντρο. Το δέντρο κράτησε την ψυχή της κι από τότε
δεν ξανάβγαλε φύλλα ούτε άνθισε.
Κάποτε με τα χιόνια του Γενάρη γύρισε ο γιος του Θησέα.
Σαν έμαθε τον τραγικό χαμό της αγαπημένης του πήγε, αγκάλιασε το δέντρο και
αυτό άρχισε να βγάζει τρυφερά φύλλα και άνθη.
Η ψυχή της βασιλοπούλας ένιωσε χαρά με το γυρισμό του Δημοφώντα
μα δεν ξαναπήρε την ανθρώπινη μορφή της.
Έμεινε δέντρο και κάθε χρόνο το Γενάρη, στολίζεται με κάτασπρα λουλούδια.
Έτσι η αμυγδαλιά, έγινε σύμβολο της ελπίδας, δείχνοντας ότι
η αγάπη δεν μπορεί να νικηθεί από το θάνατο.