Σε μια ξένη πόλη ούτε δική μου
ούτε δική σου, εκεί σε πρωτοείδα.
Μπορεί και να με ήξερες από παλιά
κι απλά με ξαναβρήκες
Κι έβρεχε, χωρίς ομπρέλα.
ΤΟ ΘΥΜΑΣΑΙ?
Την άλλη κιόλας μέρα φτιάξαμε ένα τρένο
κίτρινο, κόκκινο, μπλε το βάψαμε
και ταξιδεύαμε τη γη..
νύχτες ταξιδεύαμε
στον ουρανό..
αστέρι και σταθμός.
Βρήκες το πιο μακρινό αστέρι
κι είπες να το γυαλίσουμε,
να του φυτέψουμε μια λέυκα,
να μείνουμε για πάντα εκεί.
ΘΥΜΑΣΑΙ?
Οταν σου έδινα πορτοκάλι,
πήναινε να πει μόνο μαζί σου ταξιδεύω.
Με πέντε πορτοκάλια κάναμε πορτοκαλάδα,
την πίναμε μισή μισή.
ΘΥΜΑΣΑΙ?
Κι έτρεχα κάθε άνοιξη σ΄όλη τη γη
να βρω το πρώτο πρώτο λουλούδι
για σένα βέβαια..
Κατέβαινες στα βάθη του ωκεανού εσύ
και μου έφερνες ένα κοχύλι.
Άμα στο ζήταγα γινόσουνα ποτάμι, λίμνη, θάλασσα, ωκεανός..
Κι όταν το ζήταγες, γινόμουνα κι εγώ.
ΘΥΜΑΣΑΙ?
Μου έστελνες στον ύπνο μου όνειρα
καλοπλυμένα, καλοχτενισμένα
και τα δικά σου όνειρα εγώ τα ετοίμαζα.
ΘΥΜΑΣΑΙ?
Θυμάσαι τότε που κατέβηκα στον ύπνο σου με ένα τεράστιο ροζ αερόστατο;
Σου χάρισα ένα μύλο
να τον κρατάς γερά,
γιατί φοβόσουν τα σκοτάδια
Μου χάρισες έναν ολόιδιο κι εσύ,
το θυμάσαι ακόμη;
Μια νύχτα χάθηκες σένα μεγάλο δάσος
Είχες το μύλο δε φοβήθηκες…
κι έτρεξα και σε βρήκα
Μου χάρισες ένα χρυσόψαρο
που μέτραγε ως τα χίλια
κι ένα τζιτζίκι
και μια ζίνα
κι ένα πουκάμισο άσπρο..
το θυμάσαι;
Και σου έμαθα να ζωγραφίζεις
κάμπους και ποτάμια
Μη πατάς πολύ το μολύβι σου έλεγα.
Μια αγκαλιά ψυχές το τοπίο
κι οι ψυχές δεν έχουν περίγραμμα.
Και μου μάθες να φτιάχνω χάρτινα καράβια.
Και χάρτινα κινέζικα πουλιά.
Μια μέρα είπαμε καιρός πια να εφεύρουμε την δική μας γραφή,
να μην την ξέρει άλλος.
Τη ζωγραφίσαμε στο πι και φι
κοντά σ’ενα ποτάμι, πάντα ένα ποτάμι...
τη θυμάσαι ακόμη εκείνη τη γραφή;
Κι εφεύραμε ένα σωρό πράγματα από τότε,
τη σαντιγύ
τον ήλιο
τις αυπνίες
την παλίρροια
το σκούρο μπλε.
τα θυμασαι όλα; Ότι δεν χώραγε στις λέξεις,
το κάναμε μικρές μικρές σημαιούλες πολύχρωμες.
Θυμάσαι πως τις ανεμίζαμε;
Το μαγικό δωμάτιο που άλλαζε σχήμα ανάλογα με τη στάση του κορμιού μας
το θυμάσαι;
Και ήταν φορές που γινότανε ολοστρόγγυλο.
Θυμάσαι πότε;
Μαζί διαβάζαμε τα πιο ωραία παραμύθια
Κι όταν μας τέλειωσαν,
αρχίσαμε να παίζουμε δικά μας παραμύθια.
Μια φορά και έναν καιρό ήτανε δυο...
Ήτανε δυο κι ήτανε σαν ένας
ένας και πολλοί μαζί.
Χωρίζαμε για λίγο μόνο
γιατί αλλιώς
πως θα ανταμώναμε ξανά;
Και σου έγραφα κάθε στιγμή
κάτι τεράστια γράμματα
Μου έγραφες και συ ακόμη πιο τεράστια.
Μια φορά όμως που άργησες,
πρόλαβε κι ήρθε ο χειμώνας
που κράτησε όσο πέντε.
Κι όταν τέλειωσε...
ήρθε πάλι χειμώνας ακόμη πιο βαρύς.
Και δεν μπορούσες να γυρίσεις.
Έμεινες μακριά.
Και μου έγραψες...
Η πιο μεγάλη απόσταση είναι ο χρόνος…
Μπορεί…
όμως..
τα πιο ωραία μας ταξίδια
δεν τα ταξιδέψαμε ακόμη.
Σε περιμένω…
ΕΛΑ
Θα μετρήσω ως το δέκα..